Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέτασσα
μέτασσαι
μετάσταλσις
μετάστασις
μεταστατέον
μεταστατέος
μεταστατικός
μετάστατος
μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστήθιον
μεταστοιχεί
μεταστοιχειόω
μεταστοιχί
μεταστολίζομαι
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατεύομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτέον
μεταστρεπτικός
View word page
μεταστένω
to lament afterwards

ShortDef

to lament afterwards

Debugging

Headword:
μεταστένω
Headword (normalized):
μεταστένω
Headword (normalized/stripped):
μεταστενω
IDX:
56320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56321
Key:

Data

{'content': 'to lament afterwards'}