Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετασπάω
μετασπεύδω
μέτασσα
μέτασσαι
μετάσταλσις
μετάστασις
μεταστατέον
μεταστατέος
μεταστατικός
μετάστατος
μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστήθιον
μεταστοιχεί
μεταστοιχειόω
μεταστοιχί
μεταστολίζομαι
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατεύομαι
μεταστρατοπεδεύω
View word page
μεταστείχω
to go in quest of

ShortDef

to go in quest of

Debugging

Headword:
μεταστείχω
Headword (normalized):
μεταστείχω
Headword (normalized/stripped):
μεταστειχω
IDX:
56318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56319
Key:

Data

{'content': 'to go in quest of'}