Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
μετασοβέω
μετασπάω
μετασπεύδω
μέτασσα
μέτασσαι
μετάσταλσις
μετάστασις
μεταστατέον
μεταστατέος
μεταστατικός
μετάστατος
μεταστείχω
μεταστέλλω
View word page
μετασπεύδω
hasten after
ShortDef
hasten after
Debugging
Headword:
μετασπεύδω
Headword (normalized):
μετασπεύδω
Headword (normalized/stripped):
μετασπευδω
IDX:
56309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56310
Key:
Data
{'content': 'hasten after'}