Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
μετασοβέω
μετασπάω
μετασπεύδω
μέτασσα
μέτασσαι
μετάσταλσις
μετάστασις
μεταστατέον
μεταστατέος
View word page
μετασκευωρέομαι
alter
ShortDef
alter
Debugging
Headword:
μετασκευωρέομαι
Headword (normalized):
μετασκευωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
μετασκευωρεομαι
IDX:
56305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56306
Key:
Data
{'content': 'alter'}