Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
μετασοβέω
μετασπάω
μετασπεύδω
μέτασσα
μέτασσαι
μετάσταλσις
μετάστασις
μεταστατέον
View word page
μετασκευή
alteration, modification

ShortDef

alteration, modification

Debugging

Headword:
μετασκευή
Headword (normalized):
μετασκευή
Headword (normalized/stripped):
μετασκευη
IDX:
56304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56305
Key:

Data

{'content': 'alteration, modification'}