Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
μετασοβέω
μετασπάω
μετασπεύδω
μέτασσα
μέτασσαι
μετάσταλσις
μετάστασις
View word page
μετασκευαστικός
tending to refashion

ShortDef

tending to refashion

Debugging

Headword:
μετασκευαστικός
Headword (normalized):
μετασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
μετασκευαστικος
IDX:
56303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56304
Key:

Data

{'content': 'tending to refashion'}