Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετάρροια
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
μετασοβέω
μετασπάω
μετασπεύδω
μέτασσα
μέτασσαι
μετάσταλσις
View word page
μετασκευάζω
to put into another dress
ShortDef
to put into another dress
Debugging
Headword:
μετασκευάζω
Headword (normalized):
μετασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
μετασκευαζω
IDX:
56302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56303
Key:
Data
{'content': 'to put into another dress'}