Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
μετασοβέω
μετασπάω
μετασπεύδω
μέτασσα
μέτασσαι
View word page
μετασκάπτω
transplant
ShortDef
transplant
Debugging
Headword:
μετασκάπτω
Headword (normalized):
μετασκάπτω
Headword (normalized/stripped):
μετασκαπτω
IDX:
56301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56302
Key:
Data
{'content': 'transplant'}