Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
μετασοβέω
μετασπάω
μετασπεύδω
μέτασσα
View word page
μετασκαίρω
prance among
ShortDef
prance among
Debugging
Headword:
μετασκαίρω
Headword (normalized):
μετασκαίρω
Headword (normalized/stripped):
μετασκαιρω
IDX:
56300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56301
Key:
Data
{'content': 'prance among'}