Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταρρευματισμός
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
μετασοβέω
View word page
μεταρσιόω
lift up, mid. to rise high into the air

ShortDef

lift up, mid. to rise high into the air

Debugging

Headword:
μεταρσιόω
Headword (normalized):
μεταρσιόω
Headword (normalized/stripped):
μεταρσιοω
IDX:
56297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56298
Key:

Data

{'content': 'lift up, mid. to rise high into the air'}