Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταρρευματίζω
μεταρρευματισμός
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
μετασκηνόω
View word page
μετάρσιος
raised form the ground, high in air
ShortDef
raised form the ground, high in air
Debugging
Headword:
μετάρσιος
Headword (normalized):
μετάρσιος
Headword (normalized/stripped):
μεταρσιος
IDX:
56296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56297
Key:
Data
{'content': 'raised form the ground, high in air'}