Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταρίθμιος
μεταρρευματίζω
μεταρρευματισμός
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
μετασκευή
μετασκευωρέομαι
View word page
μεταρρυθμιστέον
one must alter, correct

ShortDef

one must alter, correct

Debugging

Headword:
μεταρρυθμιστέον
Headword (normalized):
μεταρρυθμιστέον
Headword (normalized/stripped):
μεταρρυθμιστεον
IDX:
56295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56296
Key:

Data

{'content': 'one must alter, correct'}