Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταπύργιον
μεταρδεύω
μεταρίθμιος
μεταρρευματίζω
μεταρρευματισμός
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μετασεύομαι
μετασκαίρω
μετασκάπτω
μετασκευάζω
μετασκευαστικός
View word page
μεταρρυθμίζω
to change the fashion of

ShortDef

to change the fashion of

Debugging

Headword:
μεταρρυθμίζω
Headword (normalized):
μεταρρυθμίζω
Headword (normalized/stripped):
μεταρρυθμιζω
IDX:
56293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56294
Key:

Data

{'content': 'to change the fashion of'}