Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταπτοιέω
μετάπτωσις
μεταπτωτικός
μεταπύργιον
μεταρδεύω
μεταρίθμιος
μεταρρευματίζω
μεταρρευματισμός
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μετασεύομαι
μετασκαίρω
View word page
μεταρριπίζω
fan into flame
ShortDef
fan into flame
Debugging
Headword:
μεταρριπίζω
Headword (normalized):
μεταρριπίζω
Headword (normalized/stripped):
μεταρριπιζω
IDX:
56290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56291
Key:
Data
{'content': 'fan into flame'}