Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταπρέπω
μεταπτοιέω
μετάπτωσις
μεταπτωτικός
μεταπύργιον
μεταρδεύω
μεταρίθμιος
μεταρρευματίζω
μεταρρευματισμός
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
μεταρσιόω
μέταρσις
μετασεύομαι
View word page
μεταρριζόω
uproot

ShortDef

uproot

Debugging

Headword:
μεταρριζόω
Headword (normalized):
μεταρριζόω
Headword (normalized/stripped):
μεταρριζοω
IDX:
56289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56290
Key:

Data

{'content': 'uproot'}