Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετάπρασις
μεταπράτης
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοιέω
μετάπτωσις
μεταπτωτικός
μεταπύργιον
μεταρδεύω
μεταρίθμιος
μεταρρευματίζω
μεταρρευματισμός
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
μεταρρυθμιστέον
μετάρσιος
View word page
μεταρρευματίζω
divert a flux

ShortDef

divert a flux

Debugging

Headword:
μεταρρευματίζω
Headword (normalized):
μεταρρευματίζω
Headword (normalized/stripped):
μεταρρευματιζω
IDX:
56286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56287
Key:

Data

{'content': 'divert a flux'}