Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταπορεύομαι
μεταποτέον
μετάπρασις
μεταπράτης
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοιέω
μετάπτωσις
μεταπτωτικός
μεταπύργιον
μεταρδεύω
μεταρίθμιος
μεταρρευματίζω
μεταρρευματισμός
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
μετάρροια
μεταρρυθμίζω
μεταρρύθμισις
View word page
μεταρδεύω
divert
ShortDef
divert
Debugging
Headword:
μεταρδεύω
Headword (normalized):
μεταρδεύω
Headword (normalized/stripped):
μεταρδευω
IDX:
56284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56285
Key:
Data
{'content': 'divert'}