Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταπόντιος
Μεταπόντιος
μεταπορεύδην
μεταπορεύομαι
μεταποτέον
μετάπρασις
μεταπράτης
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοιέω
μετάπτωσις
μεταπτωτικός
μεταπύργιον
μεταρδεύω
μεταρίθμιος
μεταρρευματίζω
μεταρρευματισμός
μεταρρέω
μεταρριζόω
μεταρριπίζω
μεταρρίπτω
View word page
μετάπτωσις
change
ShortDef
change
Debugging
Headword:
μετάπτωσις
Headword (normalized):
μετάπτωσις
Headword (normalized/stripped):
μεταπτωσις
IDX:
56281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56282
Key:
Data
{'content': 'change'}