Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταπομπή
Μεταπόντιον
μεταπόντιος
Μεταπόντιος
μεταπορεύδην
μεταπορεύομαι
μεταποτέον
μετάπρασις
μεταπράτης
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοιέω
μετάπτωσις
μεταπτωτικός
μεταπύργιον
μεταρδεύω
μεταρίθμιος
μεταρρευματίζω
μεταρρευματισμός
μεταρρέω
μεταρριζόω
View word page
μεταπρέπω
to distinguish oneself

ShortDef

to distinguish oneself

Debugging

Headword:
μεταπρέπω
Headword (normalized):
μεταπρέπω
Headword (normalized/stripped):
μεταπρεπω
IDX:
56279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56280
Key:

Data

{'content': 'to distinguish oneself'}