Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταποίησις
μεταποιητέον
μεταποίνιος
μεταπομπή
Μεταπόντιον
μεταπόντιος
Μεταπόντιος
μεταπορεύδην
μεταπορεύομαι
μεταποτέον
μετάπρασις
μεταπράτης
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοιέω
μετάπτωσις
μεταπτωτικός
μεταπύργιον
μεταρδεύω
μεταρίθμιος
μεταρρευματίζω
View word page
μετάπρασις
a selling by retail, retail-trade

ShortDef

a selling by retail, retail-trade

Debugging

Headword:
μετάπρασις
Headword (normalized):
μετάπρασις
Headword (normalized/stripped):
μεταπρασις
IDX:
56276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56277
Key:

Data

{'content': 'a selling by retail, retail-trade'}