Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
μεταποίησις
μεταποιητέον
μεταποίνιος
μεταπομπή
Μεταπόντιον
μεταπόντιος
Μεταπόντιος
μεταπορεύδην
μεταπορεύομαι
μεταποτέον
μετάπρασις
μεταπράτης
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μεταπτοιέω
μετάπτωσις
μεταπτωτικός
μεταπύργιον
View word page
μεταπορεύδην
pursuing
ShortDef
pursuing
Debugging
Headword:
μεταπορεύδην
Headword (normalized):
μεταπορεύδην
Headword (normalized/stripped):
μεταπορευδην
IDX:
56273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56274
Key:
Data
{'content': 'pursuing'}