Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναδιφάω
ἀναδιχότομος
ἀναδοιδυκίζω
ἀνάδομα
ἀναδομέω
ἀναδομή
ἀναδονέω
ἀναδορά
ἀνάδοσις
ἀναδοτικός
ἀνάδοτος
ἀναδουλόω
ἀναδοχή
ἀνάδοχος
ἀναδραμητέον
ἀναδρέπω
ἀναδρομή
ἀνάδρομος
ἀναδύνω
ἀναδύομαι
ἀνάδυσις
View word page
ἀνάδοτος
to be given up

ShortDef

to be given up

Debugging

Headword:
ἀνάδοτος
Headword (normalized):
ἀνάδοτος
Headword (normalized/stripped):
αναδοτος
IDX:
5626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5627
Key:

Data

{'content': 'to be given up'}