Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταπλάσσω
μεταπλαστικός
μεταπλέω
μεταπλόμενοι
μετάπλοος
μεταπνέω
μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
μεταποίησις
μεταποιητέον
μεταποίνιος
μεταπομπή
Μεταπόντιον
μεταπόντιος
Μεταπόντιος
μεταπορεύδην
μεταπορεύομαι
μεταποτέον
μετάπρασις
μεταπράτης
View word page
μεταποιητέον
one must alter

ShortDef

one must alter

Debugging

Headword:
μεταποιητέον
Headword (normalized):
μεταποιητέον
Headword (normalized/stripped):
μεταποιητεον
IDX:
56267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56268
Key:

Data

{'content': 'one must alter'}