Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταπίπτω
μεταπλασμός
μεταπλάσσω
μεταπλαστικός
μεταπλέω
μεταπλόμενοι
μετάπλοος
μεταπνέω
μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
μεταποίησις
μεταποιητέον
μεταποίνιος
μεταπομπή
Μεταπόντιον
μεταπόντιος
Μεταπόντιος
μεταπορεύδην
μεταπορεύομαι
μεταποτέον
View word page
μεταποιή
change

ShortDef

change

Debugging

Headword:
μεταποιή
Headword (normalized):
μεταποιή
Headword (normalized/stripped):
μεταποιη
IDX:
56265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56266
Key:

Data

{'content': 'change'}