Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταπιπράσκω
μεταπίπτω
μεταπλασμός
μεταπλάσσω
μεταπλαστικός
μεταπλέω
μεταπλόμενοι
μετάπλοος
μεταπνέω
μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
μεταποίησις
μεταποιητέον
μεταποίνιος
μεταπομπή
Μεταπόντιον
μεταπόντιος
Μεταπόντιος
μεταπορεύδην
μεταπορεύομαι
View word page
μεταποιέω
to alter the make of

ShortDef

to alter the make of

Debugging

Headword:
μεταποιέω
Headword (normalized):
μεταποιέω
Headword (normalized/stripped):
μεταποιεω
IDX:
56264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56265
Key:

Data

{'content': 'to alter the make of'}