Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταπήγνυμι
μεταπηδάω
μεταπήδησις
μεταπίνω
μεταπιπίσκω
μεταπιπράσκω
μεταπίπτω
μεταπλασμός
μεταπλάσσω
μεταπλαστικός
μεταπλέω
μεταπλόμενοι
μετάπλοος
μεταπνέω
μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
μεταποίησις
μεταποιητέον
μεταποίνιος
μεταπομπή
View word page
μεταπλέω
change one’s sailing, sail on another tack

ShortDef

change one’s sailing, sail on another tack

Debugging

Headword:
μεταπλέω
Headword (normalized):
μεταπλέω
Headword (normalized/stripped):
μεταπλεω
IDX:
56259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56260
Key:

Data

{'content': 'change one’s sailing, sail on another tack'}