Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναδίπλωσις
ἀναδιφάω
ἀναδιχότομος
ἀναδοιδυκίζω
ἀνάδομα
ἀναδομέω
ἀναδομή
ἀναδονέω
ἀναδορά
ἀνάδοσις
ἀναδοτικός
ἀνάδοτος
ἀναδουλόω
ἀναδοχή
ἀνάδοχος
ἀναδραμητέον
ἀναδρέπω
ἀναδρομή
ἀνάδρομος
ἀναδύνω
ἀναδύομαι
View word page
ἀναδοτικός
causing to spring up

ShortDef

causing to spring up

Debugging

Headword:
ἀναδοτικός
Headword (normalized):
ἀναδοτικός
Headword (normalized/stripped):
αναδοτικος
IDX:
5625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5626
Key:

Data

{'content': 'causing to spring up'}