Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταπεσσεύω
μεταπέταμαι
μεταπήγνυμι
μεταπηδάω
μεταπήδησις
μεταπίνω
μεταπιπίσκω
μεταπιπράσκω
μεταπίπτω
μεταπλασμός
μεταπλάσσω
μεταπλαστικός
μεταπλέω
μεταπλόμενοι
μετάπλοος
μεταπνέω
μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
μεταποίησις
μεταποιητέον
View word page
μεταπλάσσω
to mould differently, remodel
ShortDef
to mould differently, remodel
Debugging
Headword:
μεταπλάσσω
Headword (normalized):
μεταπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
μεταπλασσω
IDX:
56257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56258
Key:
Data
{'content': 'to mould differently, remodel'}