Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταπέμπω
μετάπεμψις
μεταπεσσεύω
μεταπέταμαι
μεταπήγνυμι
μεταπηδάω
μεταπήδησις
μεταπίνω
μεταπιπίσκω
μεταπιπράσκω
μεταπίπτω
μεταπλασμός
μεταπλάσσω
μεταπλαστικός
μεταπλέω
μεταπλόμενοι
μετάπλοος
μεταπνέω
μεταπνοή
μεταποιέω
μεταποιή
View word page
μεταπίπτω
to fall differently, undergo a change

ShortDef

to fall differently, undergo a change

Debugging

Headword:
μεταπίπτω
Headword (normalized):
μεταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
μεταπιπτω
IDX:
56255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56256
Key:

Data

{'content': 'to fall differently, undergo a change'}