Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταπειράομαι
μεταπείρω
μεταπειστός
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μετάπεμψις
μεταπεσσεύω
μεταπέταμαι
μεταπήγνυμι
μεταπηδάω
μεταπήδησις
μεταπίνω
μεταπιπίσκω
μεταπιπράσκω
μεταπίπτω
μεταπλασμός
μεταπλάσσω
μεταπλαστικός
μεταπλέω
μεταπλόμενοι
View word page
μεταπηδάω
to leap from one place to another, jump about

ShortDef

to leap from one place to another, jump about

Debugging

Headword:
μεταπηδάω
Headword (normalized):
μεταπηδάω
Headword (normalized/stripped):
μεταπηδαω
IDX:
56250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56251
Key:

Data

{'content': 'to leap from one place to another, jump about'}