Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναδιπλασιασμός
ἀναδιπλόω
ἀναδίπλωσις
ἀναδιφάω
ἀναδιχότομος
ἀναδοιδυκίζω
ἀνάδομα
ἀναδομέω
ἀναδομή
ἀναδονέω
ἀναδορά
ἀνάδοσις
ἀναδοτικός
ἀνάδοτος
ἀναδουλόω
ἀναδοχή
ἀνάδοχος
ἀναδραμητέον
ἀναδρέπω
ἀναδρομή
ἀνάδρομος
View word page
ἀναδορά
excoriation

ShortDef

excoriation

Debugging

Headword:
ἀναδορά
Headword (normalized):
ἀναδορά
Headword (normalized/stripped):
αναδορα
IDX:
5623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5624
Key:

Data

{'content': 'excoriation'}