Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταξωτός
Μέταπα
μεταπαιδεύω
μεταπαιδιά
μεταπαιφάσσομαι
μεταπαραδίδωμι
μεταπαράδοσις
μεταπαραλαμβάνω
μεταπαραλλάσσω
μεταπαρατίθημι
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπείθω
μεταπειράομαι
μεταπείρω
μεταπειστός
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μετάπεμψις
μεταπεσσεύω
View word page
μεταπαύομαι
to rest between-whiles

ShortDef

to rest between-whiles

Debugging

Headword:
μεταπαύομαι
Headword (normalized):
μεταπαύομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταπαυομαι
IDX:
56237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56238
Key:

Data

{'content': 'to rest between-whiles'}