Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετανάστης
μετανάστιος
μετανάστρια
μεταναφέρω
Μετάνειρα
μετανέρχομαι
μετανθέω
μετανιπτρίς
μετανίσομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετανόημα
μετανοητικός
μετάνοια
μεταντλέω
μέταξα
μεταξάβλαττα
μεταξάριος
μεταξύ
μεταξυλογία
μεταξύτης
View word page
μετανοέω
to change one's mind

ShortDef

to change one's mind

Debugging

Headword:
μετανοέω
Headword (normalized):
μετανοέω
Headword (normalized/stripped):
μετανοεω
IDX:
56216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56217
Key:

Data

{'content': "to change one's mind"}