Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταναπείθω
μετανάστασις
μετανάστατος
μεταναστεύω
μετανάστης
μετανάστιος
μετανάστρια
μεταναφέρω
Μετάνειρα
μετανέρχομαι
μετανθέω
μετανιπτρίς
μετανίσομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετανόημα
μετανοητικός
μετάνοια
μεταντλέω
μέταξα
μεταξάβλαττα
View word page
μετανθέω
change its colour
ShortDef
change its colour
Debugging
Headword:
μετανθέω
Headword (normalized):
μετανθέω
Headword (normalized/stripped):
μετανθεω
IDX:
56212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56213
Key:
Data
{'content': 'change its colour'}