Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναδινεύω
ἀναδινέω
ἀναδιπλασιάζω
ἀναδιπλασιασμός
ἀναδιπλόω
ἀναδίπλωσις
ἀναδιφάω
ἀναδιχότομος
ἀναδοιδυκίζω
ἀνάδομα
ἀναδομέω
ἀναδομή
ἀναδονέω
ἀναδορά
ἀνάδοσις
ἀναδοτικός
ἀνάδοτος
ἀναδουλόω
ἀναδοχή
ἀνάδοχος
ἀναδραμητέον
View word page
ἀναδομέω
rebuild
ShortDef
rebuild
Debugging
Headword:
ἀναδομέω
Headword (normalized):
ἀναδομέω
Headword (normalized/stripped):
αναδομεω
IDX:
5620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5621
Key:
Data
{'content': 'rebuild'}