Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταμφιάζω
μεταμφιέννυμι
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μεταναπείθω
μετανάστασις
μετανάστατος
μεταναστεύω
μετανάστης
μετανάστιος
μετανάστρια
μεταναφέρω
Μετάνειρα
μετανέρχομαι
μετανθέω
μετανιπτρίς
μετανίσομαι
μετανίστημι
μετανοέω
View word page
μετανάστης
one who has changed his home, a wanderer, immigrant
ShortDef
one who has changed his home, a wanderer, immigrant
Debugging
Headword:
μετανάστης
Headword (normalized):
μετανάστης
Headword (normalized/stripped):
μεταναστης
IDX:
56206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56207
Key:
Data
{'content': 'one who has changed his home, a wanderer, immigrant'}