Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
μεταμοσχεύω
μεταμπίσχω
μεταμυθεύομαι
μεταμφιάζω
μεταμφιέννυμι
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μεταναπείθω
μετανάστασις
μετανάστατος
μεταναστεύω
μετανάστης
μετανάστιος
μετανάστρια
μεταναφέρω
Μετάνειρα
μετανέρχομαι
View word page
μεταναιέτης
one who dwells with

ShortDef

one who dwells with

Debugging

Headword:
μεταναιέτης
Headword (normalized):
μεταναιέτης
Headword (normalized/stripped):
μεταναιετης
IDX:
56201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56202
Key:

Data

{'content': 'one who dwells with'}