Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταμελητός
μεταμελλησμός
μεταμέλομαι
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμήθεια
μεταμίσγω
μεταμισθόω
μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
μεταμοσχεύω
μεταμπίσχω
μεταμυθεύομαι
μεταμφιάζω
μεταμφιέννυμι
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μεταναπείθω
μετανάστασις
View word page
μεταμοσχεύω
transplant

ShortDef

transplant

Debugging

Headword:
μεταμοσχεύω
Headword (normalized):
μεταμοσχεύω
Headword (normalized/stripped):
μεταμοσχευω
IDX:
56193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56194
Key:

Data

{'content': 'transplant'}