Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταμέλεια
μεταμελητικός
μεταμελητός
μεταμελλησμός
μεταμέλομαι
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμήθεια
μεταμίσγω
μεταμισθόω
μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
μεταμοσχεύω
μεταμπίσχω
μεταμυθεύομαι
μεταμφιάζω
μεταμφιέννυμι
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
View word page
μεταμορφόω
to transform

ShortDef

to transform

Debugging

Headword:
μεταμορφόω
Headword (normalized):
μεταμορφόω
Headword (normalized/stripped):
μεταμορφοω
IDX:
56191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56192
Key:

Data

{'content': 'to transform'}