Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελητικός
μεταμελητός
μεταμελλησμός
μεταμέλομαι
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμήθεια
μεταμίσγω
μεταμισθόω
μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
μεταμοσχεύω
μεταμπίσχω
μεταμυθεύομαι
μεταμφιάζω
μεταμφιέννυμι
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
View word page
μεταμισθόω
sublet

ShortDef

sublet

Debugging

Headword:
μεταμισθόω
Headword (normalized):
μεταμισθόω
Headword (normalized/stripped):
μεταμισθοω
IDX:
56190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56191
Key:

Data

{'content': 'sublet'}