Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναδικία
ἀνάδικος
ἀναδινεύω
ἀναδινέω
ἀναδιπλασιάζω
ἀναδιπλασιασμός
ἀναδιπλόω
ἀναδίπλωσις
ἀναδιφάω
ἀναδιχότομος
ἀναδοιδυκίζω
ἀνάδομα
ἀναδομέω
ἀναδομή
ἀναδονέω
ἀναδορά
ἀνάδοσις
ἀναδοτικός
ἀνάδοτος
ἀναδουλόω
ἀναδοχή
View word page
ἀναδοιδυκίζω
stir up

ShortDef

stir up

Debugging

Headword:
ἀναδοιδυκίζω
Headword (normalized):
ἀναδοιδυκίζω
Headword (normalized/stripped):
αναδοιδυκιζω
IDX:
5618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5619
Key:

Data

{'content': 'stir up'}