Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταλωφέω
μεταμάζιος
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μετάμειψις
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελητικός
μεταμελητός
μεταμελλησμός
μεταμέλομαι
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμήθεια
μεταμίσγω
μεταμισθόω
μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
μεταμοσχεύω
μεταμπίσχω
View word page
μεταμελλησμός
cunctatio
ShortDef
cunctatio
Debugging
Headword:
μεταμελλησμός
Headword (normalized):
μεταμελλησμός
Headword (normalized/stripped):
μεταμελλησμος
IDX:
56184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56185
Key:
Data
{'content': 'cunctatio'}