Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταλόγιον
μεταλωφέω
μεταμάζιος
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μετάμειψις
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελητικός
μεταμελητός
μεταμελλησμός
μεταμέλομαι
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμήθεια
μεταμίσγω
μεταμισθόω
μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
μεταμοσχεύω
View word page
μεταμελητός
repented of
ShortDef
repented of
Debugging
Headword:
μεταμελητός
Headword (normalized):
μεταμελητός
Headword (normalized/stripped):
μεταμελητος
IDX:
56183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56184
Key:
Data
{'content': 'repented of'}