Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταλλουργεῖον
μεταλλουργέω
μεταλλουργός
μεταλογίζομαι
μεταλόγιον
μεταλωφέω
μεταμάζιος
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μετάμειψις
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελητικός
μεταμελητός
μεταμελλησμός
μεταμέλομαι
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμήθεια
μεταμίσγω
View word page
μετάμειψις
exchange: alteration

ShortDef

exchange: alteration

Debugging

Headword:
μετάμειψις
Headword (normalized):
μετάμειψις
Headword (normalized/stripped):
μεταμειψις
IDX:
56179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56180
Key:

Data

{'content': 'exchange: alteration'}