Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναδικέω
ἀναδικία
ἀνάδικος
ἀναδινεύω
ἀναδινέω
ἀναδιπλασιάζω
ἀναδιπλασιασμός
ἀναδιπλόω
ἀναδίπλωσις
ἀναδιφάω
ἀναδιχότομος
ἀναδοιδυκίζω
ἀνάδομα
ἀναδομέω
ἀναδομή
ἀναδονέω
ἀναδορά
ἀνάδοσις
ἀναδοτικός
ἀνάδοτος
ἀναδουλόω
View word page
ἀναδιχότομος
last quarter
ShortDef
last quarter
Debugging
Headword:
ἀναδιχότομος
Headword (normalized):
ἀναδιχότομος
Headword (normalized/stripped):
αναδιχοτομος
IDX:
5617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5618
Key:
Data
{'content': 'last quarter'}