Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταλλικός
μεταλλίτης
μεταλλοιόω
μεταλλοίωσις
μέταλλον
μεταλλουργεῖον
μεταλλουργέω
μεταλλουργός
μεταλογίζομαι
μεταλόγιον
μεταλωφέω
μεταμάζιος
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μετάμειψις
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελητικός
μεταμελητός
μεταμελλησμός
View word page
μεταλωφέω
cease

ShortDef

cease

Debugging

Headword:
μεταλωφέω
Headword (normalized):
μεταλωφέω
Headword (normalized/stripped):
μεταλωφεω
IDX:
56174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56175
Key:

Data

{'content': 'cease'}