Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταλλάρχης
μεταλλάσσω
μετάλλατος
μεταλλάω
μεταλλεία
μεταλλεῖον
μεταλλεύς
μετάλλευσις
μεταλλευτής
μεταλλευτικός
μεταλλευτός
μεταλλεύω
μεταλλίζομαι
μεταλλικός
μεταλλίτης
μεταλλοιόω
μεταλλοίωσις
μέταλλον
μεταλλουργεῖον
μεταλλουργέω
μεταλλουργός
View word page
μεταλλευτός
to be got by mining

ShortDef

to be got by mining

Debugging

Headword:
μεταλλευτός
Headword (normalized):
μεταλλευτός
Headword (normalized/stripped):
μεταλλευτος
IDX:
56161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56162
Key:

Data

{'content': 'to be got by mining'}