Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναδικάζω
ἀναδικεῖν
ἀναδικέω
ἀναδικία
ἀνάδικος
ἀναδινεύω
ἀναδινέω
ἀναδιπλασιάζω
ἀναδιπλασιασμός
ἀναδιπλόω
ἀναδίπλωσις
ἀναδιφάω
ἀναδιχότομος
ἀναδοιδυκίζω
ἀνάδομα
ἀναδομέω
ἀναδομή
ἀναδονέω
ἀναδορά
ἀνάδοσις
ἀναδοτικός
View word page
ἀναδίπλωσις
convolution

ShortDef

convolution

Debugging

Headword:
ἀναδίπλωσις
Headword (normalized):
ἀναδίπλωσις
Headword (normalized/stripped):
αναδιπλωσις
IDX:
5615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5616
Key:

Data

{'content': 'convolution'}