Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταληπτέον
μεταληπτικός
μετάληψις
μεταλισχευτέον
μεταλλαγή
μεταλλακτέον
μεταλλακτήρ
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάρχης
μεταλλάσσω
μετάλλατος
μεταλλάω
μεταλλεία
μεταλλεῖον
μεταλλεύς
μετάλλευσις
μεταλλευτής
μεταλλευτικός
μεταλλευτός
μεταλλεύω
View word page
μεταλλάσσω
to change, alter

ShortDef

to change, alter

Debugging

Headword:
μεταλλάσσω
Headword (normalized):
μεταλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
μεταλλασσω
IDX:
56152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56153
Key:

Data

{'content': 'to change, alter'}