Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναδίδωμι
ἀναδικάζω
ἀναδικεῖν
ἀναδικέω
ἀναδικία
ἀνάδικος
ἀναδινεύω
ἀναδινέω
ἀναδιπλασιάζω
ἀναδιπλασιασμός
ἀναδιπλόω
ἀναδίπλωσις
ἀναδιφάω
ἀναδιχότομος
ἀναδοιδυκίζω
ἀνάδομα
ἀναδομέω
ἀναδομή
ἀναδονέω
ἀναδορά
ἀνάδοσις
View word page
ἀναδιπλόω
double, fold

ShortDef

double, fold

Debugging

Headword:
ἀναδιπλόω
Headword (normalized):
ἀναδιπλόω
Headword (normalized/stripped):
αναδιπλοω
IDX:
5614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5615
Key:

Data

{'content': 'double, fold'}